- γεβεντίζω
- και γιβεντίζω (Μ γεβεντίζω)1. διαπομπεύω2. προσβάλλω3. διαλαλώ, διακηρύσσω4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) η γεβεντισμένηγυναίκα που έχει διαπομπευθεί ως ανήθικη.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gibet «σταυρός, κρεμάλα, αγχόνη», όπου κρεμούσαν τους κατάδικους για παραδειγματισμό τού λαού, ενώ προηγουμένως τους είχαν διαπομπεύσει μέχρι τον τόπο τού μαρτυρίου].
Dictionary of Greek. 2013.